- νεανισκύδριον
- νεᾱνισκ-ύδριον, τό,A = νεανισκάριον, Theognost.Can.126.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεανισκύδριον — νεανισκύδριον, τὸ (Μ) (συν. με υποτιμητική σημ.) νεανισκάριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεανίσκος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. λογ ύδριον)] … Dictionary of Greek
νεανισκύδριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)